οχεύω

οχεύω
(Α ὀχεύω)
1. (για αρσ. ζώο και σπάν. για πρόσ. με υποτιμητική σημ.) βατεύω, μαρκαλίζω
2. (το μέσ. ως παθ.) οχευομαι
(για θηλ. ζώο) βατεύομαι
αρχ.
1. (για ιπποκόμο) οδηγώ τον επιβήτορα κοντά στο θηλυκό άλογο προκειμένου να τό βατεύσει
2. (το μέσ.) (για αρσ. και θηλ. ζώο) συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τού ρ. με το ὀχοῦμαι «μεταφέρομαι από όχημα ή άλογο» προσκρούει σε δυσχέρειες τόσο μορφολογικές όσο και σημασιολογικές. Κατ' άλλη άποψη, το ρ. ὀχεύω συνδέεται με το ἔχω «υποτάσσω, γίνομαι κύριος». Έχει, επίσης, διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ὀχῶμαι «πηδώ» και ανάγεται σε ρίζα *wegh- «κινώ, σείω» (πρβλ. γαιήοχος, οχλεύς, όχλος). Τέλος, έχει προταθεί η παραγωγή τού ρ. από τη λ. ὀχεύς* «μοχλός, σύρτης που εισέρχεται σε τρύπα τού τοίχου». Η μτφ. εξέλιξη από τη σημ. τού ὀχεύς στη σημ. τού ὀχεύω «βατεύω, συνουσιάζομαι» μπορεί να παραβληθεί κατ' αντίστροφο τρόπο με τη χρήση τής λ. κήλων «επιβήτορας ίππος» με σημ. «ξύλινο δοκάρι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀχεύω — cover pres subj act 1st sg ὀχεύω cover pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχεύετε — ὀχεύω cover pres imperat act 2nd pl ὀχεύω cover pres ind act 2nd pl ὀχεύω cover imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχεύῃ — ὀχεύω cover pres subj mp 2nd sg ὀχεύω cover pres ind mp 2nd sg ὀχεύω cover pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχευθέντα — ὀχεύω cover aor part pass neut nom/voc/acc pl ὀχεύω cover aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχευομένων — ὀχεύω cover pres part mp fem gen pl ὀχεύω cover pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχευσάντων — ὀχεύω cover aor part act masc/neut gen pl ὀχεύω cover aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχευόμενον — ὀχεύω cover pres part mp masc acc sg ὀχεύω cover pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχευόντων — ὀχεύω cover pres part act masc/neut gen pl ὀχεύω cover pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχεῦον — ὀχεύω cover pres part act masc voc sg ὀχεύω cover pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχεύει — ὀχεύω cover pres ind mp 2nd sg ὀχεύω cover pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”